Dizionario Italiano - Greco Antico
utile sostantivo maschile 1 ὠφέλεια [ἡ] 2 συμφέρον [-οντος, τό] 3 καρπός [ὁ] aggettivo 1 ἀγαθός [-ή, -όν] 2 χρήσιμος [-ον] 3 χρηστός [-ή, -όν] 4 ἐπίκαιρος [-ον] 5 εὔχρηστος [-ον] 6 κερδαλέος [-α, -ον] 7 λυσπελής [-ές] 8 ὠφέλιμος [-η, -ον] 9 ὀνήσιμος [-ον] 10 σύμφορος [-ον]
Sfoglia il dizionarioA B G D E Z H Q I K L M N X O P R S T Y F C J W{{ID:UTILE100}} ---CACHE--- |
Ën piemontèis |