Dizionario Italiano - Greco Antico
funesto aggettivo 1 ἀγέλαστος [-ον] 2 ἀραῖος [-α, -ον] 3 ἀτερπής [-ές] 4 δεινός [-ή, -όν] 5 δύσφορος [-ον] 6 δύστηνος [-ον] 7 ἐπιζήμιος [-ον] 8 μέλας [μέλαινα, μέλαν] 9 ὀλέθριος [-α, -ον] 10 ὀλοός [-ή, -όν] 11 οὖλος [-η, -ον] 12 πάγκακις [-ον] 13 σκαιός [-α, -όν] 14 θυμοφθόρος [-ον] 15 λυπηρός 16 στυγνός 17 οἰκτρός
Locuzioni, modi di dire, esempiguerra a tutti ugualmente funesta = ὁμοίϊος πόλεμος [OD] Sfoglia il dizionarioA B G D E Z H Q I K L M N X O P R S T Y F C J W{{ID:FUNESTO100}} ---CACHE--- |
Ën piemontèis |